- γναφέας
- γναφέᾱς , γναφεύςmasc acc plγναφέᾱς , κναφεύςfullermasc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
γναφέας — και γναφιάς, ο (AM γναφεύς, Α και κναφεύς) [κνάφος] 1. αυτός που κατεργάζεται δέρματα, ο βυρσοδέψης 2. αυτός που κατεργάζεται μαλλί αρχ. ονομασία ψαριού … Dictionary of Greek
φούλλων — ωνος, ὁ, Α γναφέας, εργάτης που καθαρίζει μαλλιά και δέρματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. fullō, onis «γναφέας, βυρσοδέψης»] … Dictionary of Greek
γναφεύς — ο βλ. γναφέας … Dictionary of Greek
γναφεύω — και κναφεύω (Α) [κναφεύς] είμαι γναφέας … Dictionary of Greek
γναφιάς — ο βλ. γναφέας … Dictionary of Greek
εριοπλύτης — ἐριοπλύτης, ὁ (Α) αυτός που πλένει ή λευκαίνει έρια, γναφέας*. [ΕΤΥΜΟΛ. < έριο( ν) + πλύτης (< πλύνω)] … Dictionary of Greek
ηλιαστής — ἡλιαστής, ὁ (Α) [ηλιάζομαι] 1. δικαστής που αποτελούσε μέλος τού δικαστηρίου τής ηλιαίας 2. (γλώσσ.) γναφέας*, λευκαντής μαλλιών ή μάλλινων υφασμάτων … Dictionary of Greek
κναφεύς — κναφεύς, ὁ (Α) βλ. γναφέας … Dictionary of Greek